σκαπουλάρω

σκαπουλάρω
Ν
1. δραπετεύω, διαφεύγω («τή σκαπούλαρε ο κλέφτης»)
2. απαλλάσσομαι από κίνδυνο, γλυτώνω, σώζομαι («τή σκαπούλαρε και πάλι» — τά κατάφερε πάλι να γλυτώσει)
3. (για άρρωστο) αποθεραπεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scapolare «φεύγω από φόβο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκαπουλάρω — σκαπουλάρω, σκαπούλαρα και σκαπουλάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκαπουλάρω — σκαπούλαρα και σκαπουλάρισα (λ. ιταλ.) 1. ξεφεύγω, δραπετεύω: Μην πας να μας τη σκαπουλάρεις! 2. διασώζομαι, γλιτώνω: Είναι θαύμα πως τη σκαπουλάρισε αυτή τη φορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκαπουλάρισμα — το, Ν [σκαπουλάρω] 1. δραπέτευση, διαφυγή 2. γλυτωμός, διάσωση 3. (για άρρωστο) απρόσμενη αποθεραπεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”